- γυμνοβασία
- ητο να βαδίζει ή να κυκλοφορεί κανείς γυμνός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γυμνοβασία — η το να βαδίζει κανείς γυμνός ή με γυμνά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + βασία < βάτης*. Η λ. μαρτυρείται το 1897 από τον Άγγελο Βλάχο στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek